- εἰκαιολόγος
- εἰκαιο-λόγος, ον,A talking at random, Phld.Rh.1.191 S. ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εικαιολόγος — εἰκαιολόγος, ον (Α) απερίσκεπτος στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < εικαίος + λόγος < λόγος] … Dictionary of Greek
εἰκαιολόγοι — εἰκαιολόγος talking at random masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιολόγων — εἰκαιολόγος talking at random masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιολόγῳ — εἰκαιολόγος talking at random masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
εικαιολογία — εἰκαιολογία, η (Α) [εικαιολόγος] το να μιλάει κανείς στην τύχη, απερίσκεπτα … Dictionary of Greek
εικαιολογώ — εἰκαιολογῶ ( έω) (Α) [εικαιολόγος] μιλάω στην τύχη, απερίσκεπτα … Dictionary of Greek